27 Φεβ 2010

H ζωή και το έργο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος

Στις 12 Νοεμβρίου η Αγία μας Εκκλησία γιορτάζει ένα μεγάλο άγιο. Τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα που καταγόταν από την Αμαθούντα και έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Από πέρσι, μέρος του ιερού λειψάνου του μεταφέρθηκε στον ομώνυμο ιερό ναό της πόλης μας και από τότε έχει ανακηρυχθεί πολιούχος Άγιος της Λεμεσού. Γι' αυτό η Ιερά Μητρόπολης Λεμεσού οργανώνει εορταστικές εκδηλώσεις στην πόλη μας εις μνήμη του για να γνωρίσουμε καλύτερα τη ζωή του και το έργο του. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων γεννήθηκε στην Αμαθούντα το 539 μ.χ. Ο πατέρας του Επιφάνιος ήταν διοικητής της Κύπρου. Ο Άγιος από μικρός ξεχώριζε από τους συνομήλικους του τόσο στην ευσέβεια όσο και το χαρακτήρα του. Από νωρίς έστρεψε όλη την αγάπη του στην Εκκλησία και αγωνίστηκε με πολύ ζήλο στη διακονία της. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και αργότερα λόγω της αρετής και της κατά Θεό λαμπρότητας της ζωής του έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Τότε ως λύχνος εφώτισε όλη την οικουμένη. Ενώ βρισκόταν στη ζωή επιτελούσε θαύματα. Έκτισε νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ξενώνες για περίθαλψη των πληγωμένων και πασχόντων. Μοίραζε στους πτωχούς, στις χήρες και στα ορφανά όλα τα αγαθά του γι' αυτό έλαβε και την επωνυμία Ελεήμων. Μια από τις ομορφότερες διηγήσεις που αναφέρονται στην μεγάλη αρετή που είχε για την ελεημοσύνη είναι η ακόλουθη: «Κάποτε τον επισκέφθηκε στο δωμάτιο του ένας πλούσιος της πόλεως. Έκπληκτος παρατηρεί την φτώχεια που κυριαρχούσε εκεί. Ο Πατριάρχης να αναπαύεται στο σκληρό αυτό στρώμα! Να χρησιμοποιεί για σκεπάσματα ένα σχισμένο ρούχο και το τριμμένο ράσο του! Φεύγει αμέσως. Πηγαίνει στην αγορά, δίνει ένα μεγάλο ποσό-36-νομίσματα-και του αγοράζει ένα πολύτιμο πάπλωμα. Καταλαβαίνει πως ο λιτός Ιωάννης δύσκολα θα το δεχθεί. Τον παρακαλεί και τον ικετεύει να μη διστάσει να το κρατήσει για σκεπάζεται μ' αυτό. Του ζητάει σαν χάρη να τον μνημονεύει κάθε φορά που θα το χρησιμοποιεί. Η γενναιόδωρη αυτή προσφορά συγκινεί την λεπτή ψυχή του Πατριάρχου. Η σύνεσις του δεν τον αφήνει να το στείλει πίσω και να στενοχωρήσει τον αγαθό και πονετικό εκείνο άνθρωπο. Το δέχεται αλλά με πολλή δυσκολία. Με τον ίδιο δισταγμό το ρίχνει επάνω του την νύχτα. Πόσο ήρεμη και αναπαυτική θα είναι η βραδυά αυτή για τον κουρασμένο άγιο! Το βασανισμένο από την αδιάκοπη εργασία και τις κακουχίες σώμα του θα θερμανθεί απόψε τυλιγμένο στο ζεστό και μαλακό πάπλωμα, που του ετοίμασε η αγάπη των παιδιών του. Πέφτει να κοιμηθεί. Αλλά μια καρδιά σαν του Ιωάννου δεν χάνει ούτε αυτή την ευκαιρία για να εμβαθύνει και να φιλοσοφήσει σαν αληθινός άνθρωπος του Θεού και στο νέο αυτό γεγονός, που του παρουσίασε η πρόνοια του Κυρίου. Αυτός που έντυνε και έτρεφε χιλιάδες ανθρώπους και πάλι την ώρα αυτή σκέπτεται τ' αδέρφια του. Παρελαύνει μπροστά στη φιλάνθρωπη ψυχή του όλη η ανθρώπινη δυστυχία. Και είναι γνώρισμα των αληθινά μεγάλων ψυχών να φέρνουν και να ξαναφέρνουν την σκέψη τους σε τέτοια μεγάλα ανθρώπινα κοινωνικά προβλήματα και να συμπάσχουν και να αναζητούν όλο και πιο αποτελεσματικές λύσεις. Να τι λέγει, όπως μας τα διέσωσαν εκείνοι που έμεναν στα διπλανά δωμάτια και ανήσυχοι παρακολουθούσαν την αγρυπνία και τον μονόλογο του Πατριάρχου: «Ποιος μπορεί να πιστέψει πως ο ταπεινός Ιωάννης-αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούσε συχνά, όχι σαν σχήμα λόγου, αλλά σαν έκφραση του εσωτερικού ταπεινού φρονήματος του-σκεπάζεται με πανάκριβο πάπλωμα, την στιγμή που οι αδερφοί του Χριστού τρέμουν από το κρύο; Πόσων, αυτή την ώρα που εγώ ζεσταίνομε, τρίζουν τα δόντια από την παγωνιά! Πόσοι για να κοιμηθούν έχουν στρώσει στη γη ένα ψαθί και προσπαθούν να τυλιχθούν με το μισό από κάτω και το άλλο μισό από πάνω και δεν μπορούν να απλώσουν τα πόδια τους και να αναπαυθούν, αλλά είναι κουλουριασμένοι σαν κουβάρι γιατί τρέμουν! Πόσοι κοιμήθηκαν στο βουνό νηστικοί και χωρίς ζεστασιά! Πόσοι θα ήθελαν να χορτάσουν από τις λαχανίδες που πετιούνται από το μαγειρείο μου! Πόσοι θα ήθελαν να βουτήξουν το ξερό ψωμί που ρίχνουν οι μάγειροι μου! Πόσοι θα λαχταρούσαν έστω και να μυρίσουν το κρασί, που βρίσκεται στο κελάρι μου! Πόσοι ξένοι βρίσκονται αυτή την ώρα στη πόλη, που δεν έχουν που να μείνουν και κάθονται στην αγορά και βρέχονται ίσως! Πόσοι είναι που φοράνε το ίδιο ρούχο χειμώνα και καλοκαίρι! Και συ, ταπεινέ Ιωάννη, που περιμένεις να απολαύσεις και τα αγαθά της αιωνίου βασιλείας και κρασί πίνεις και ψάρια μεγάλα τρως και σε δωμάτιο μένεις, τώρα δε, ύστερα από όλα αυτά, ζεσταίνεσαι με πανάκριβο πάπλωμα, που κοστίζει τριάντα έξι νομίσματα! Αλήθεια, έτσι που ζεις με τέτοιες ανέσεις, μη περιμένεις να απολαύσεις τα αγαθά της βασιλείας των Ουρανών. Να είσαι βέβαιος πως και συ θα ακούσεις τα λόγια εκείνα, που άκουσε και ο άφρων πλούσιος του Ευαγγελίου: «Απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» και οι φτωχοί τα κακά (Λουκ. Ιστ΄ 25). Και τώρα αυτοί παρηγορούνται ενώ συ υποφέρεις. Ας έχει όμως δόξα το ευλογημένο όνομα του Θεού! Ο ταπεινός Ιωάννης άλλη βραδιά δεν σκεπάζεται με σένα. Είναι δίκαιο και αρεστό στο Θεό να σκεπάζονται με αυτό, όταν πουληθεί, εκατόν σαράντα τέσσερις αδελφοί και δεσπότες μου, παρά συ ο ταλαίπωρος». Πράγματι μπορούσε να αγοράσει κανείς με καθένα από τα τριάντα έξι νομίσματα, που άξιζε το πάπλωμα, από τέσσερα απλά σκεπάσματα. Η ανήσυχη νύχτα πέρασε. Ξημέρωσε η καινούργια μέρα. Χωρίς να χάσει καιρό στέλνει το πάπλωμα στην αγορά για να πουληθεί. Αλλά τι ευλογημένη σύμπτωσης! Εκεί στην αγορά βρέθηκε και ο καλός δωρητής. Δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το ωραίο πάπλωμα που είχε χαρίσει στον Πατριάρχη. Δεν απορεί. Καταβαίνει αμέσως την φιλάνθρωπη ενέργεια του αγίου. Το αγοράζει και του το ξαναστέλνει. Ο Ιωάννης το δέχεται με ευχαρίστηση. Όχι όμως για να το χρησιμοποιήσει. Γνωρίζει τώρα πως θα το διαθέσει. Την άλλη μέρα το στέλνει στην αγορά για να πουληθεί. Το βλέπει και πάλι ο πλούσιος δωρητής. Το αγοράζει για τρίτη φορά, το στέλνει στον Ελεήμονα και τον ικετεύει να το κρατήσει για να σκεπάζεται με αυτό. Και τότε ο αγαθός Πατριάρχης του λέγει με το χαριτωμένο χιούμορ: -Να δούμε ποιος από τους δύο θα κουραστεί πρώτος. Εγώ να πουλάω το πάπλωμα και συ να μου τα στέλνεις. Ο άνθρωπος που του έστελνε το πάπλωμα ήταν πολύ πλούσιος. Και ο Πατριάρχης ευχαρίστως δεχόταν, αθώο αυτό τρόπο, την προσφορά του για να ανακουφίσει τους φτωχούς. Όλα τα νόμιμα μέσα τα χρησιμοποιούσε για να βοηθήσει τους αδελφούς του Χριστού, που υπέφεραν. Γι' αυτό και έλεγε συχνά: «Όποιος μπορεί με έξυπνο, αλλά και τίμιο τρόπο να πάρει όχι μόνο τα χρήματα των πλουσίων και μάλιστα των σκληρών και ασπλάχνων, αλλά και τους χιτώνες και το υποκάμισο τους ακόμη, για να τα δώσει στους φτωχούς, αλλά και τους χιτώνες και το υποκάμισο τους ακόμη, για να δώσει τους φτωχούς, αυτός δεν αμαρτάνει. Αντίθετα κάνει δυο μεγάλα καλά. Πρώτον γίνεται αφορμή ψυχικής ωφέλειας στους άσπλαχνους πλουσίους και δεύτερον ο ίδιος θα λάβει μεγάλο μισθό από τον εύσπλαχνο Θεό». Λίγο πριν από το θάνατο του επέστρεψε στη γενέτειρα του Αμαθούντα όπου γύρω στο 619 μ.χ. σε ηλικία 80 χρόνων κοιμήθηκε. Ενταφιάστηκε σε τάφο που κατά τη παράδοση ήταν τοποθετημένοι δυο επίσκοποι της Αμαθούντας. Κατά την ταφή του, του οι δυο επίσκοποι παραμέρισαν και δέχθηκαν στη μέση τους τον Άγιο. Αυτή ήταν η ζωή του Αγίου Ιωάννη. Παράδειγμα και σε μας να δείξουμε ότι, η χριστιανική αγάπη δεν είναι απλός συναισθηματισμός και ωραιολογία, αλλά θυσία, δόσιμο πραγματικό ολόκληρου του εαυτού μας. Μια μαρτυρία ότι ο Θεός υπάρχει και κυβερνά τον κόσμο και ότι «Ο Θεός αγάπη εστί». Copyright ©2002 - Iera Mitropolis Designed by ThunderWorx. Hosted by ThunderWorx.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου